Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

το κουδούνι

  • 1 κουδούνι

    τό
    1) звонок; колокольчик;

    χτυπώ το κουδούνι — звонить;

    2) πλ. мелкий виноград (оставшийся на ветках после сбора урожая);

    § του κρεμνώ κουδούνι — или κουδούνιο — злословить (на чеи-л. счет); — дискредитировать, оклеветать (кого-л.);

    μου 'κάνες κουδούνι το κεφάλι μου — ты мне голову заморочил

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κουδούνι

  • 2 κουδούνι

    [кудуни] ουσ ο звонок, колокольчик.

    Эллино-русский словарь > κουδούνι

  • 3 χτύπησε

    η σφαίρα пуля попела ему в ногу;
    8) ранить, подстреливать; убивать; χτύπησα ένα λαγό я подстрелил одного зайца; 9) нападать (на кого-л.); атаковать (кого-л.); μδς χτύπησαν με δυό μεραρχίες они атаковали нас двумя дивизиями; 10) упрекать, укорять; осуждать, резко критиковать; μου το χτύπησε κατά πρόσωπο а) он мне бросил упрёк прямо в лицо; б) он мне сказал, бросил это прямо в лицо; 11) наносить удар (кому-л.), уничтожать (кого-л.);

    χτύπησε τό κακό στη ρίζα του — искоренять зло;

    12) поражать (о болезни и т. п.); давать осложнение;
    η οστρακιά τον χτύπησε στα νεφρά скарлатина дала осложнение на почки; τον χτύπησε τρέλλα он сошёл с ума; 13) пагубно воздействовать (на кого-что-л.); разрушать (о солнце, ветре); 14) ударить (о вине); τό κρασί τον χτύπησε στο κεφάλι вино ударило ему в голову; § τα χτύπησε κάτω в знак протеста он подал в отставку;

    χτύπησε τό κεφάλι μου (στον τοίχο) — а) горько раскаиваться; — б) биться головой об стенку;

    μου χτύπησε ένα πεντακοσάρικο он стащил у меня пятьсот драхм;
    μου χτύπησε κάτι γιά... он намекнул мне на...; 2. αμετ. 1) стучать (куда-л.); стучаться;

    χτύπησεά η πόρτα — в дверь стучат;

    η βροχή χτύπησεάει στο παράθυρο — дождь барабанит в окно;

    2) звучать;

    τό κουδούνι δε χτύπησεά — звонок не звонит;

    τό ρολόγι χτύπησεάει — часы бьют;

    χτύπησεάει προσκλητήριο — звучит сигнал «проверка»;

    χτύπησεάει σιωπητήριο — звучит сигнал «отбой»;

    3) наступать, наставать;
    χτύπησε κιόλα μεσημέρι уже наступил полдень; 4) стукаться, ушибаться, ударяться; χτύπησε (α)πάνω σε μιά πέτρα я ударился о камень; χτύπησε στο γόνατο я ушиб колено; 5) бросаться в глаза; производить впечатление;

    αυτό χτύπησεάει άσχημα — это производит дурное впечатление;

    μου χτύπησε στο μάτι а) это привлекло моё внимание, это бросилось мне в глаза; б) у меня глаза на это разгорелись;
    6) биться; пульсировать;

    χτύπησεи η καρδιά μου — у меня сильно бьётся сердце;

    η πληγή χτύπησεάει — рана пульсирует;

    § χτύπησεούν τα δόντια μου — у меня зуб на зуб не попадает;

    μου χτύπησεάει στα νεύρα — это мне действует на нервы;

    μου χτύπησε να... мне вздумалось...;

    χτύπησειέμαι, χτύπησειούμαι

    1) — страдать; — убиваться (прост.);

    2) драться; сражаться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χτύπησε

  • 4 χτυπώ

    χτυπάω 1. μετ.
    1) бить, стучать (во что-л.); хлопать; топать; отбивать (такт); выбивать (дробь и т. п.);

    χτυπ την πόρτα — стучать в дверь;

    χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι — стучать кулаком по столу;

    χτυπώ τούμπανο — бить в барабан;

    χτυπώ την καμπάνα — бить, звонить в колокол;

    χτυπώ τό κουδούνι — звонить (в дверь);

    χτυπ τα χέρια ( — или παλαμάκια) — хлопать (в ладоши), аплодировать;

    /χτυπώ τα φτερά — хлопать крыльями;

    χτυπώ κάποιον στον ώμο — хлопать кого-л. по плечу;

    χτυπώ τα πόδια — топать ногами;

    χτυπώ τον χρόνο — отбивать такт;

    τό ρολόγι χτυπά δέκα часы бьют десять;
    2) бить, ударять; колотить; стегать (ремнём); 3) постигать (кого-л.), случаться (с кем-л.); τον χτύπησε μεγάλη συμφορά его постигло большое несчастье; 4) забивать (гвозди); 5) ковать (железо); 6) взбивать (масло, яйца и т. п.); 7) попадать (в цель); στο πόδι τον

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χτυπώ

См. также в других словарях:

  • κουδούνι — το (Μ κουδούνι και κουδούνιν και κουδούνιον) κοίλο ορειχάλκινο όργανο με σχήμα κόλουρου κώνου, ανοιχτό από την κάτω πλευρά, το οποίο όταν κρούεται με ένα σφαιροειδές κατασκεύασμα, το γλωσσίδι, που κρέμεται μέσα σ αυτό, αναδίδει παλμώδη μεταλλικό… …   Dictionary of Greek

  • κουδούνι — το 1. κουδούνι. 2. κακολογία, συκοφαντία. 3. φρ., «Έγινε το κεφάλι μου κουδούνι», ζαλίστηκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουδούνι (ηλεκτρικό) — Ηχητικός μηχανισμός. Αποτελείται βασικά από έναν μεταλλικό κώδωνα, που τίθεται σε παλμική κίνηση από τις κρούσεις ενός πλήκτρου, το οποίο με τη σειρά του ενεργοποιείται από έναν ηλεκτρομαγνήτη. Το κ. χρησιμοποιείται ως συσκευή σηματοδότησης. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Κουδούνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Κουδούνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 17 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου …   Dictionary of Greek

  • κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… …   Dictionary of Greek

  • Stavros Konstantinou — Infobox musical artist Name = Stavros Konstantinou Img capt = Img size = 204 Landscape = Background = group or band Alias = Born = birth date and age|1984|8|26 Origin = Nicosia,Cyprus Genre = Pop music Years active = 2004 mdash; Label =… …   Wikipedia

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • κουδουνίζω — και κουδουνάω (Μ κουδουνίζω) [κουδούνι] 1. χτυπώ το κουδούνι («κουδουνίζω μια ώρα και δεν μού ανοίγουν») 2. αναδίδω μεταλλικό ήχο σαν τού κουδουνιού («όλο το πρωί κουδούνιζε το ξυπνητήρι, αλλά δεν μπορούσα να ξυπνήσω») 3. διαδίδω μυστικό 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • κουδούνα — η μεγάλο κουδούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουδούνι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κασόν α, κεφάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»